- θηρᾱτικός
- θηρᾱτικός, zur Jagd gehörig; τὰ ϑηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen; jagdlustig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θηρατικός — θηρατικός, ή, όν (Α) [θηρατής] 1. κυνηγετικός 2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῑα», Πλάτ.) 3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» τα τεχνάσματα με τα… … Dictionary of Greek
θηρατικός — θηρᾱτικός , θηρατικός given by the hunter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικά — θηρᾱτικά , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc pl θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc/acc dual θηρᾱτικά̱ , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικῶν — θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter fem gen pl θηρᾱτικῶν , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικόν — θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter masc acc sg θηρᾱτικόν , θηρατικός given by the hunter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατήριος — θηρατήριος, ία, ον (Α) [θηρατήρ] 1. θηρατικός* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηρατήριον εργαλείο θήρας, κυνηγιού … Dictionary of Greek
θηρατικαῖς — θηρᾱτικαῖς , θηρατικός given by the hunter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικαί — θηρᾱτικαί , θηρατικός given by the hunter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικοῖς — θηρᾱτικοῖς , θηρατικός given by the hunter masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικοί — θηρᾱτικοί , θηρατικός given by the hunter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρατικοῦ — θηρᾱτικοῦ , θηρατικός given by the hunter masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)